- φημί
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Ανεοελλ.(λόγια φρ.) «αυτός έφα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι για τις ρήσεις τού δασκάλου τουςαρχ.1. λέω, μιλώ, διακηρύσσω, ισχυρίζομαι2. νομίζω, πιστεύω («φῆ γὰρ ὅγ' αἱρήσειν Πριάμου πόλιν», Ομ. Ιλ.)3. λέω ναι, βεβαιώνω κάτι («φῂς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι τάδε;», Σοφ.)4. προστάζω («Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῑσαν φέρειν», Πίνδ.)5. συγγράφω6. (με άρνηση) οὔ φημιδεν συναινώ, αρνούμαι7. φρ. «κατά τινος φημί» — ομιλώ εναντίον κάποιου (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φημί / φᾱμί ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhā/*bheә2- «λέγω, μιλώ» και μπορεί να συνδεθεί με διάφορους τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, πρβλ. αρμεν. bam, bas, bay «μιλώ» (πρβλ. φημί, φῄς, φησί), bay «λέξη, έκφραση» (πρβλ. φᾰτις), ban «λέξη, συζήτηση», λατ. fāma (πρβλ. φήμη), for, fāri «μιλώ», fābula «λόγος», λατ. făteor «ομολογώ», αρχ. ισλανδ. bōn, αγγλοσαξ. boen «παράκληση» (με επίθημα -η-), αρχ. σλαβ. bajo «μιλώ» (με επίθημα -jo). Από σημασιολογική άποψη, αξιοσημείωτο είναι ότι η ρίζα *bheә2-/*bhә2- εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ: α) «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φαίνω, φως) και με τις επεκτεταμένες μορφές *bheә2-w- (πρβλ. φάος / φῶς), *bhea2-n- (πρβλ. φαίνω), *bheә2-s- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhās-a- «φως») και β) «δηλώνω, εκθέτω, μιλώ» στο ρ. φημί και με την επεκτεταμένη μορφή *bheә2-n- (πρβλ. αρμεν. ban, αρχ. ισλανδ. bōn). Η σχέση τών δύο αυτών σημασιών μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω τής ακόλουθης σημασιολογικής εξέλιξης: «λάμπω, φωτίζω, φέρνω στο φως» και, επομένως, «δηλώνω, παρουσιάζω, εκθέτω, μιλώ». Η διπλή αυτή σημ. τής ρίζας μπορεί να παρατηρηθεί και σε ορισμένους τ. τής ίδιας οικογένειας (πρβλ. τις σημ. τών τ. πιφαύσκω, φάσις, πρόφασις), ενώ παρόμοια δισημία εμφανίζουν και άλλοι τ., όπως λ.χ. το ρ. ἀποδηλῶ «φανερώνω, εξηγώ», το λατ. declaro «φανερώνω, δηλώνω», η ΙΕ ρίζα *sekw- «βλέπω, δείχνω, μιλώ» (πρβλ. ἄσπετος). Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ύπαρξης μιας ρίζας με μορφή *bhen- «μιλώ» (στην οποία οδηγούν και τ. σαν τα αρχ. ινδ. bhanati «μιλά» και αρχ. άνω γερμ. bannan «διατάζω»), παράλληλα προς τη μορφή *bheә2- (για τη δυσερμήνευτη σχέση τών *bhen-: *bhea2- πρβλ. το ζεύγος *gwem-: *gweә2- τού ρ. βαίνω*). Το ρ. φημί, εγκλιτικό στην οριστική εκτός από το β' εν. πρόσωπο φής, εμφανίζει κατά την κλίση του, καθώς και στα παράγωγά του, είτε το θ. φᾱ-/φη- τής απαθούς βαθμίδας (πρβλ. αόρ. ἔ-φη-ν, μέλλ. φή-σω, φή-μη) είτε το θ. φᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. απρμφ. φᾰναι, φᾰτις). Το ρ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. τού γ' εν. προσώπου pasi.ΠΑΡ. φατικός, φήμηαρχ.φάσις (II), φατειός, φάτης, φάτις, φατός (Ι), φήμα, φήμις.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάφημι, αντίφημι, απόφημι, έκφημι, επίφημι, κατάφημι, μετάφημι, παράφημι, προαπόφημι, προσαπόφημι, πρόσφημι, πρόφημι, σύμφημι, συνεπίφημι].
Dictionary of Greek. 2013.